- ὑβριστής
- -οῦ + ὁ N 1 0-0-3-5-2=10 Is 2,12; 16,6; Jer 28(51),2; Jb 40,11; Prv 6,17a haughty, insolent man Jb 40,11; in-solent, haughty (as adj.) Is 16,6*Prv 27,13 ὑβριστής haughty man-זד for MT זר stranger→NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑβριστῇς — ὑβριστής violent masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστής — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστής — ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, ίστιδος, Α [ὑβρίζω] νεοελλ. πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος μσν. αρχ. θρασύς, αναιδής ή βίαιος αρχ. 1. ακόλαστος, ασελγής 2. (για ζώο) ατίθασος 3. (για φυσικά… … Dictionary of Greek
υβριστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που συστηματικά εκστομίζει υβριστικές λέξεις και φράσεις, ο βρισιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑβρίστης — ὕβριστος wanton fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισταῖν — ὑβριστής violent masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισταῖς — ὑβριστής violent masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισταί — ὑβριστής violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοῦ — ὑβριστής violent masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῇ — ὑβριστής violent masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῇσι — ὑβριστής violent masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)